Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αύτη η σόμπα

  • 1 τρώγω

    (αόρ. έφαγα, παθ. αόρ. φαγώθηκα, μετχ. πρκ. φαγωμένος) μετ.
    1) есть, кушать; θέλω να φάω я хочу есть;

    τρώγω κρέας (ψωμί) — есть мясо (хлеб);

    τρώγω γερά — обладать хорошим аппетитом;

    τρώγω βιαστικά ( — или στο πόδι) — перехватить, поесть мимоходом, на скорую руку;

    δεν τρώγω τη σαρακοστή — я не ем скоромного во время великого поста;

    2) грызть, прогрызать (о грызунах, червях и т. п.); изъедать, проедать (о моли);
    3) кусать (о собаке и т. п.); 4) изнашивать, истрёпывать; τα έφαγες τα παπούτσια σου ты истрепал свои ботинки; 5) проматывать, растрачивать; проедать; έφαγε τα λεφτά του στίς γυναίκες он все свои деньги истратил на женщин; μου έφαγε την περιουσία μου он промотал моё состояние; 6) перен. поглощать, пожирать;

    αύτη η σόμπα τρώγει πολύ.κάρβουνο — эта печь пожирает много угля;

    αυτό θα μας φάει πολλή ώρα это у нас отнимет много времени;
    7) перен. грызть, мучить, терзать (о заботах и т. п.);

    τον τρώγει η ζήλεια — его мучает ревность;

    8) губить; убивать;
    αυτό τον έφαγε это его погубило; έφαγε πολλούς он многих погубил; 9) претерпевать, выносить; получать наказание;

    τρώγω ξύλο — съесть берёзовую кашу, быть избитым;

    τρώγω φάπες — получить пощёчину;

    τρώγω κατσάδα — получить:

    нахлобучку;
    έφαγε όλη τη βροχή (всю дорогу) он мок под дождём; έφαγε πέντε χρόνια φυλακή он получил пять лет тюрьмы; 10) превосходить, побеждать; τον έφαγα στο τρέξιμο я его победил в беге;

    σ' αυτό τον τρώγω — в этом я сильнее его;

    11) надоедать;
    μου 'φάγε τ' αυτιά он мне все уши прожужжал; 12) τριτοπρόσ. чесаться, зудеть;

    με τρώγει — у меня зуд;

    § τρώγω τα λόγια μου — проглатывать слова;

    τρώγοντας έρχεται η όρεξη — аппетит приходит во время еды;

    τον τρώει η μύτη (или η ράχη) του у него бока чешутся, спина палки просит;
    μ' έφαγαν τα σημάδια я предчувствовал недоброе; (μαύρο) φίδι πού σ' έφαγε! какая муха тебя укусила!; έφαγα τον κόσμο να... я сделал всё, чтобы...; έφαγε το χάπι он попался на удочку; τρώει τα νύχια (или τα μανίκια) του γιά... искать, упорно добиваться чего-л.; τον έφαγε με τα λίμα он его взял хитростью;

    τρώγει τα σίδερα — он рвёт и мечет;

    τρώει το ψωμί χαράμι он дармоед;
    έφαγε το κεφάλι του допрыгался; сам себя погубил; έφαγε τα λυσσιακά του να... он старался изо всех сил, чтобы...; έφαγε της χρονιάς του (или παρά μίαν τεσσαρακοντα) или όσες

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τρώγω

См. также в других словарях:

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • Μπενίν — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α με τη Νιγηρία, στα Β με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με την Μπουρκίνα Φάσο και στα Δ με το Τόγκο. Βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας.Γαλλική αποικία έως το 1960, ανέκτησε την ανεξαρτησία της με την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»